Γνωσιακή Προσέγγιση για τη Διαχείριση Διατροφικών Διαταραχών

Οι διατροφικές διαταραχές δεν είναι απλώς θέματα που σχετίζονται με το φαγητό ή το βάρος. Πίσω από την έντονη ανάγκη ελέγχου της πρόσληψης τροφής, την εμμονή με την εικόνα του σώματος ή τις κρίσεις υπερφαγίας, συνήθως κρύβονται βαθύτερες ψυχολογικές διεργασίες, όπως άγχος, εσωτερική πίεση, συναισθηματική δυσφορία ή ένα διαρκές αίσθημα ότι «δεν είμαι αρκετός/ή».

Η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση (CBT) προσφέρει ένα ξεκάθαρο, σταδιακό και στοχευμένο πλαίσιο δουλειάς για την κατανόηση και διαχείριση αυτών των δυσκολιών. Βασικός στόχος της δεν είναι μόνο η μείωση των συμπτωμάτων, αλλά η επεξεργασία των σκέψεων, των μοτίβων και των αντιλήψεων που οδηγούν στη διαταραγμένη σχέση με το φαγητό και το σώμα.

Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, αρχίζουμε να εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο οι σκέψεις γύρω από την αξία, την εμφάνιση και τον έλεγχο επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Συχνά εμφανίζονται μοτίβα όπως το «αν δεν φάω σωστά, σημαίνει ότι απέτυχα», ή το «όταν νιώθω άσχημα, το φαγητό με ηρεμεί». Τέτοιου είδους σκέψεις ενισχύουν τον φαύλο κύκλο της αυτοκριτικής και διατηρούν συμπεριφορές που τελικά δυσκολεύουν το άτομο ακόμη περισσότερο. Μέσα από τη γνωσιακή επεξεργασία, αυτές οι σκέψεις εντοπίζονται, αμφισβητούνται και σταδιακά αναδιαμορφώνονται, δίνοντας χώρο σε μια πιο ρεαλιστική και συμπονετική ματιά προς τον εαυτό.

Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μας είναι η σχέση με το σώμα. Πολλοί άνθρωποι με διατροφικές δυσκολίες νιώθουν βαθιά αποξένωση ή αποστροφή για το σώμα τους, το βλέπουν σαν κάτι που χρειάζεται συνεχώς να ελέγχουν, να αλλάζουν ή να τιμωρούν. Αυτή η αποσύνδεση συνοδεύεται συχνά από ντροπή, απογοήτευση και αίσθηση αποτυχίας. Στην πορεία της θεραπείας, επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε μια πιο ουσιαστική, φροντιστική και βιωματική σύνδεση με το σώμα – όχι μόνο ως εικόνα, αλλά ως κομμάτι του εαυτού που έχει ανάγκες, μνήμη και αξία.

Η CBT δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση της λειτουργίας των συμπεριφορών. Γιατί κάποιος αποφεύγει να φάει; Γιατί τρώει υπερβολικά σε συγκεκριμένες στιγμές; Ποιο είναι το εσωτερικό μήνυμα ή συναίσθημα που προσπαθεί να ρυθμίσει μέσα από αυτές τις πράξεις; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι πάντα απλή, αλλά όταν αρχίσει να ξεδιπλώνεται, το άτομο μπορεί να κατανοήσει τον εαυτό του σε μεγαλύτερο βάθος, να αναγνωρίσει τις ανάγκες του και να τις καλύψει με πιο βοηθητικούς τρόπους.

Συχνά, μαζί με τις διατροφικές συμπεριφορές συνυπάρχουν και άλλες ψυχολογικές δυσκολίες, όπως τελειομανία, έντονο άγχος, ενοχή ή χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτά τα στοιχεία ενσωματώνονται στην πορεία της θεραπείας και δουλεύονται παράλληλα, ώστε η αλλαγή να είναι ουσιαστική και σταθερή. Δεν αναζητούμε την «τέλεια συμπεριφορά», αλλά τη δημιουργία εσωτερικής ισορροπίας, επαφής με το συναίσθημα και μεγαλύτερης επιτρεπτικότητας απέναντι στον εαυτό.

Η θεραπευτική σχέση, τέλος, είναι ο θεμέλιος λίθος όλης αυτής της διαδικασίας. Χρειάζεται χρόνος για να δημιουργηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον, χωρίς κριτική ή βιασύνη, όπου το άτομο μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για δύσκολες εμπειρίες, φόβους ή συνήθειες που ντρέπεται να εκφράσει. Η θεραπεία δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά μια πορεία με κύκλους, παύσεις και σταδιακή κατανόηση. Και αυτό είναι εντάξει.

Αν δυσκολεύεσαι στη σχέση σου με το φαγητό, αν νιώθεις ότι η εικόνα του σώματός σου καθορίζει υπερβολικά την αξία σου ή ότι χρησιμοποιείς τη διατροφή ως τρόπο διαχείρισης δύσκολων συναισθημάτων, τότε αξίζει να δώσεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να φροντιστεί. Η αλλαγή είναι εφικτή – όχι μέσα από τον έλεγχο ή την τιμωρία, αλλά μέσα από την κατανόηση, τη σταθερότητα και τη σύνδεση με αυτό που είσαι πραγματικά.

Αν θέλεις να συζητήσουμε πώς μπορεί να σε βοηθήσει η θεραπευτική διαδικασία, μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μου. Είμαι εδώ για να σε ακούσω.